- ἀδάμαστοι
- ἀδάμαστοςunsubduedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκληραύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α (κυρίως μτφ. για άλογα) σκληροτράχηλος, ατίθασος («τινὲς δὲ ἀδάμαστοι μείναντες οὐ σκληραύχενες καὶ θυμοειδεῑς ἀπέβησαν;», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + αὐχήν, αὐχένος] … Dictionary of Greek
Ντονσκόι, Μαρκ Σεμιόνοβιτς — (Mark Semionovic Donskoy, Οδησσός 1901 – 1981). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου, ουκρανικής καταγωγής. Ξεκίνησε στον κινηματογράφο το 1927 και απέκτησε διεθνή φήμη μεταξύ 1938 και 1940, τα χρόνια κατά τα οποία συμπλήρωσε την Τριλογία του… … Dictionary of Greek